- σάλιωμα
- το, -ατοςεπάλειψη ή ύγρανση με σάλιο: Το γραμματόσημο θέλει σάλιωμα για να κολλήσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σάλιωμα — το, Ν [σαλιώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαλιώνω, η επάλειψη επιφάνειας με σάλιο … Dictionary of Greek
σιάλωση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιαλώνω, η επάλειψη με σάλιο, σάλιωμα 2. φυσιολ. η έκκριση σάλιου και η διαβροχή με αυτό τών τροφών κατά τη μάσηση, η οποία αποτελεί και την πρώτη φάση τής πέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαλώνω. Η λ., στον λόγιο τ … Dictionary of Greek